τυπωτικά

τυπωτικά
τα расходы на печатание (книги и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τυπωτικά" в других словарях:

  • τυπωτικά — τυπωτικός able to form neut nom/voc/acc pl τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc/acc dual τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικός — ή, ό / τυπωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύπωση, στην εκτύπωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπωτικά α) η δαπάνη για εκτύπωση β) (κατ επέκτ.) το σύνολο τών δαπανών για την έκδοση ενός εντύπου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»